- περιστρώννυμι
- Αεκτείνω ή στρώνω κάτι ολόγυρα, περιστορέννυμι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στρώννυμι «στρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίστρωμα — τὸ, ΜΑ [περιστρώννυμι] μσν. υπόστρωμα αρχ. 1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα 2. χαλί ή παραπέτασμα αίθουσας … Dictionary of Greek
περιστορέννυμι — Α περιστρώννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στορέννυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek